- ευπινής
- εὐπινής, -ές (Α)1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής4. (για ύφος) απλό, αφελές5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπινέςτὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον»6. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «εὐπινήςεὐειδής».επίρρ...εὐπινῶς (Α)κομψά, με χάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πινής (< πίνος «ρύπος, ακαθαρσία»), πρβλ. δυσ-πινής].
Dictionary of Greek. 2013.